πούς

πούς
πούς (πόδα, -ός, -ί; -ῶν, -εσσιν, -ας: ποσίν), ποσσίν).)
1 foot
a

ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74

ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95

εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.65

ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15

πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.36

ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72

κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν O. 13.114

δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96

σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23

καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50

οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42

ποσσὶ γὰρ κράτεσκε i. e. in running N. 3.52 (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν talons N. 3.81

ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (sc. νικηφόρων) N. 8.47

οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47

σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63

στέφανοι χερσὶ νικάσαντ' ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10

υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶνI. 8.37 ποδὶ κροτέο[ντι (sc. γᾶν) Πα. . 1. Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. . κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο *fr. 107a. 3.* ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ. . . σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (of Scythians eating a horse) fr. 203. 3.
b foot of a hill.

Στροφίον Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36

Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ N. 4.54

c met. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (ἵν' εἴπῃ ὅτι προσήρμοσται αὐτῷ τὰ προειρημένα δαιμονίως Σ.) O. 6.8

ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

esp., c. prep.,

γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἶμεν αἴσας P. 3.60

καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. my immediate concern P. 8.32 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούῃ, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός i. e. immediate P. 10.62 τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (τὸ πηδάλιον Σ.) N. 6.55 βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (ἐκποδὼν ἀφελκύσας Σ.) N. 7.67

τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πούς — foot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ …   Dictionary of Greek

  • Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… …   Dictionary of Greek

  • ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδός — πούς foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποσί — πούς foot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”